καταπαυστικός

Revision as of 11:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ή, όν, A causing to cease, ταραχῶν Phld.Mus.p.20 K.; κακοῦ Eust.138.2.

German (Pape)

[Seite 1368] ή, όν, beruhigend, stillend, τινός, Eust. 138, 3.

Greek (Liddell-Scott)

καταπαυστικός: -ή, -όν, ὁ καθησυχάζων, ὁ κατάλληλος νὰ φέρῃ ἀνάπαυσιν, τὸ τῶν Ἀσκληπιαδῶν φῦλον θεραπευτικὸν καὶ καταπαυστικὸν κακοῦ Εὐστ. 138. 2.

Greek Monolingual

καταπαυστικός, -ή, -όν (Α) καταπαύω
αυτός που έχει την ικανότητα ή την ιδιότητα να καταπαύει, να επιφέρει γαλήνευση, λήξη του κακού.