καταυτόθι

Revision as of 11:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

Adv. A on the spot, A.R.2.16, 776, etc.; but in Hom. κατ' αὐτόθι shd. be read, for κατά belongs to the Verb, v. Hdn.Gr.(2.71) ad Il.10.273 on the accent.

German (Pape)

[Seite 1387] richtiger κατ' αὐτόθι, Il. 21, 201 u. sp. D., wie Ap. Rh. 2, 16.

Greek (Liddell-Scott)

καταυτόθι: Ἐπίρρ., αὐτοῦ, ἐπὶ τόπου, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 16. 776· κτλ.· ἀλλὰ ἐν Δ. 537, Δ. 298 καὶ παρ᾿ Ὁμ. ἀνάγνωθι κατ᾿ αὐτόθι, διότι ἡ κατὰ ἀνήκει εἰς τὸ ῥῆμα, ἴδε Spitzn. εἰς Ἰλ. Κ. 273.

French (Bailly abrégé)

ou mieux κατ’ αὐτόθι;
adv.
là-même.
Étymologie: κατά, αὐτόθι.

English (Autenrieth)

see αὖθι and αὐτόθι.

Greek Monolingual

καταυτόθι (Α)
επίρρ. αυτού, στον τόπο αυτό, σ' αυτό το μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + αὐτόθι «σ' αυτόν τον τόπο»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταυτόθι, adv., meteen.

Russian (Dvoretsky)

καταυτόθι: чаще κατ᾽ αὐτόθι adv. там же (именно), на том (же) месте Hom.