κερκίζω

Revision as of 12:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A separate the web with the κερκίς, Pl.Cra.388b, Sph.226b; εἰ αἱ κερκίδες ἐκέρκιζον αὐταί Arist.Pol.1253b37.

German (Pape)

[Seite 1424] mit dem Weberschiffe das Gewebe festschlagen, weben; Plat. Cratyl. 387 e Soph. 226 b; αἱ κερκίδες ἐκέρκιζον Arist. pol. 1, 4.

Greek (Liddell-Scott)

κερκίζω: κάμνω τὸ ὕφασμα πυκνὸν διὰ τῆς κερκίδος, Πλάτ. Κρατ. 387Ε, Σοφιστ. 226Β· καὶ ἐπ’ αὐτῆς τῆς κερκίδος ὡς ἐνεργούσης, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 4, 3.

French (Bailly abrégé)

tisser avec la navette.
Étymologie: κερκίς.

Greek Monolingual

κερκίζω (Α) κερκίς
1. υφαίνω με την κερκίδα
2. κάνω το ύφασμα πυκνό, κρουστό με την κερκίδα.

Greek Monotonic

κερκίζω: κάνω το ύφασμα πυκνό με την κερκίδα, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κερκίζω [κερκίς] weven.

Russian (Dvoretsky)

κερκίζω: ткать с помощью челнока Plat., Arst.

Middle Liddell

κερκίζω,
to make the web close with the κερκίς, Plat.