κεχηνότως

Revision as of 12:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

Adv., (κέχηνα) A openmouthed, πιεῖν Moer.p.404 P.

German (Pape)

[Seite 1429] gähnend, mit offenem Munde, Moeris.

Greek (Liddell-Scott)

κεχηνότως: Ἐπίρρ. (κέχηνα) πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ χανδόν, «χανδὸν πιεῖν Ἀττικοί, κεχηνότως καὶ ἀθρόως Ἕλληνες» Μοῖρις 404.

Greek Monolingual

κεχηνότως (Α)
επίρρ. με ανοιχτό στόμα, χάσκοντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεχηνώς (κέχηνα, μτχ. παρκμ. του χαίνω «χασμουριέμαι, έχω ανοιχτό το στόμα»].