κεχηνότως

From LSJ

Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid

Menander, Monostichoi, 435
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κεχηνότως Medium diacritics: κεχηνότως Low diacritics: κεχηνότως Capitals: ΚΕΧΗΝΟΤΩΣ
Transliteration A: kechēnótōs Transliteration B: kechēnotōs Transliteration C: kechinotos Beta Code: *kexhno/tws

English (LSJ)

Adv., (κέχηνα) openmouthed, πιεῖν Moer.p.404 P.

German (Pape)

[Seite 1429] gähnend, mit offenem Munde, Moeris.

Greek (Liddell-Scott)

κεχηνότως: Ἐπίρρ. (κέχηνα) πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ χανδόν, «χανδὸν πιεῖν Ἀττικοί, κεχηνότως καὶ ἀθρόως Ἕλληνες» Μοῖρις 404.

Greek Monolingual

κεχηνότως (Α)
επίρρ. με ανοιχτό στόμα, χάσκοντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεχηνώς (κέχηνα, μτχ. παρκμ. του χαίνω «χασμουριέμαι, έχω ανοιχτό το στόμα»].