κιναιδία

Revision as of 12:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A = κιναιδεία, Aeschin.2.99, Luc.Demon.50, D.C.45.26.

German (Pape)

[Seite 1438] ἡ, das unzüchtige Leben u. Treiben eines κίναιδος, unnatürliche Wollust; neben αἰσχρουργία Aesch. 2, 99; Luc. Dem. 50.

Greek (Liddell-Scott)

κῐναιδία: ἡ, = κιναιδεία, Αἰσχίν. 41. 13, Λουκ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
débauche contre nature.
Étymologie: κίναιδος.

Greek Monolingual

κιναιδία, ἡ (Α) κίναιδος
1. κιναιδεία
2. η αναίσχυντη και κακοήθης συμπεριφορά.

Greek Monotonic

κῐναιδία: ἡ, λαγνεία, πόθος, σαρκική επιθυμία, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

κῐναιδία: ἡ кинедия, противоестественный разврат Aeschin., Luc.

Middle Liddell

κῐναιδία, ἡ,
lust, Aeschin., Luc. [from κί˘ναιδος]