κοινολεξία

Revision as of 12:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A ordinary language, Serv.ad Verg.A. 8.31, Eust.956.1.

German (Pape)

[Seite 1468] ἡ, gewöhnlicher, gemeiner Ausdruck, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κοινολεξία: ἡ, κοινὴ γλῶσσα, Εὐστάθ. 956. 1.

Greek Monolingual

η (AM κοινολεξία) κοινολεκτώ
έκφραση που χρησιμοποιείται από τον λαό, κοινή, συνηθισμένη έκφραση ή φράση («κατὰ τὴν συνήθη κοινολεξίαν», Νικ. Χων.).