κοινολεκτώ

From LSJ

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source

Greek Monolingual

(AM κοινολεκτῶ, -έω) κοινόλεκτος
1. μιλώ ή γράφω στην κοινή γλώσσα, στην καθομιλουμένη
2. μέσ. κοινολεκτούμαι, -έομαι
(για λέξη) είμαι εύχρηστη στην καθομιλούμενη γλώσσα, υπάγομαι στην κοινή γλώσσα.