κοινολεκτώ

From LSJ

Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Plutarch, De virtute et vitio

Greek Monolingual

(AM κοινολεκτῶ, -έω) κοινόλεκτος
1. μιλώ ή γράφω στην κοινή γλώσσα, στην καθομιλουμένη
2. μέσ. κοινολεκτούμαι, -έομαι
(για λέξη) είμαι εύχρηστη στην καθομιλούμενη γλώσσα, υπάγομαι στην κοινή γλώσσα.