Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
(AM κοινολεκτῶ, -έω) κοινόλεκτος
1. μιλώ ή γράφω στην κοινή γλώσσα, στην καθομιλουμένη
2. μέσ. κοινολεκτούμαι, -έομαι
(για λέξη) είμαι εύχρηστη στην καθομιλούμενη γλώσσα, υπάγομαι στην κοινή γλώσσα.