κορεία

Revision as of 12:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

(A), ἡ, (κορέω) A brushing: attendance, prob.in Hsch.
κορ-εία (B), ἡ, (κορεύομαι) A maidenhood, D.Chr.7.142, AP5.216 (Paul. Sil.), 293.19 (Agath.).

Greek (Liddell-Scott)

κορεία: ἡ, (κορέω) τὸ σαίνειν, καθαίρειν, θεραπεία, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

2ας (ἡ) :
la virginité.
Étymologie: κόρη.

Greek Monolingual

(I)
κορεία, ἡ (Α) κορέω (ΙΙ)]
πιθ. (κατά τον Ησύχ.)
1. καθαρισμός, σάρωμα, σκούπισμα
2. επιμέλεια, φροντίδα, θεραπεία.
(II)
κορεία, ἡ (Α)
βλ. κόρειος.

Russian (Dvoretsky)

κορεία: ἡ девственность Anth.