κραῦρα

Revision as of 13:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, (κραῦρος) A fever, a disease in swine and cattle, Suid., Phot., prob. in GDI5001 (Gortyn).

Greek (Liddell-Scott)

κραῦρα: ἡ, (κραῦρος) πυρετός, χοιραδική τις νόσος τῶν χοίρων καὶ κτηνῶν, Σουΐδ., Φώτ.· οὕτω κραῦρος (ἀδήλου γένους) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 23· ― ἐντεῦθεν τὸ ῥῆμα κραυράω, ― ὅ ἐστιν ἐν τοῖς ἀνθρώποις πυρετός, τοῦτό ἐστιν ἐν τοῖς βουσὶ τὸ κραυρᾶν αὐτόθι· ἐπὶ χοίρων, αὐτόθι 8. 21, 2· ― ὡσαύτως, νόσος μελισσῶν, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κραῡρα, ἡ (Α)
βλ. κραύρος.