κραῦρος
English (LSJ)
(A), ον, ὁ, = κραῦρα, Arist.HA604a14; also, a disease of bees, prob. in Hsch. (καυροώς cod.).
(B), α, ον, also ος, ον Arist.PA655a25:—brittle, friable (κραῦρον τὸ τελέως ξηρόν, ὥστε καὶ πεπηγέναι δι' ἔλλειψιν ὑγρότητος Id.GC330a6), Pl.Ti.60d (Comp.); of wood, Thphr.HP1.6.2, al., Eust.1906.11; opp. μαλακός, γλίσχρος, Arist.PAl.c., GA734b32; of meat, θερμότερον ἢ κραυρότερον ἢ μέσως ἔχον (apptly.) dry and cold, Eub.7.
German (Pape)
trocken, spröde, brüchig; Plat. Tim. 60c, 74b und Sp.; Gegensatz von μαλακός, θραύεται ταχέως, Arist. part.anim. 2.9. Bei Eubul. Ath. II.63d steht κραυρότερον dem θερμότερον entgegen; Phot. erkl. εὐθραυστότερον, σκληρότερον, Meineke erkl. es von hart gebratenem Fleische. – Ὁ κραῦρος, dieselbe Krankheit wie κραῦρα, Arist. H.A. 8.23.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κραῦρος -α -ον brokkelig, droog.
Russian (Dvoretsky)
κραῦρος: II ὁ предполож. чума рогатого скота и свиней Arst.
и 3 сухой, хрупкий, ломкий (ἡ τῆς ὀστεΐνης φύσεως ἕξις Plat.; κ. καὶ σκληρός Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
κραῦρος: -α, -ον, ὡσαύτως -ος, -ον, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 9, 13· ― εὔθραυστος, εὔθρυπτος, «εὐκολοτσάκιστος», (κραῦρον τὸ τελέως ξηρόν, ὥστε καὶ πεπηγέναι δι’ ἔλλειψιν τῆς ὑγρότητος Ἀριστ. π. Γεν. κ. Φθορ. 2. 2, 6). Πλάτ. Τίμ. 60C. ἀντίθετ. τῷ γλίσχρος καὶ μαλακός, Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐπὶ φαγητοῦ, θερμότερον ἢ κραυρότερον ἢ μέσως ἔχον, (ὡς φαίνεται σημαίνει) ξηρὸν καὶ ψυχρόν, Εὔβουλ. ἐν «Ἀμαλθείᾳ» 1.
Greek Monolingual
κραῡρος, -α, -ον, θηλ. και -ος (AM)
1. ξηρός («τὸ δὲ ὑπὸ πυρὸς τάχους τὸ νοτερὸν πᾶν ἐξαρπασθὲν καὶ κραυρότερον ἐκείνου ξυστάν», Πλάτ.)
2. εύθραυστος, εύθρυπτος
3. σκληρός, τραχύς («ὑγροτέραν τε γὰρ ἀναγκαῖον αὐτῶν εἶναι τὴν κίνησιν, ὥστε δεῖ καὶ τὴν τῶν ἐρεισμάτων μὴ κραῡρον εἶναι, ἀλλὰ μαλακωτέραν», Αριστοτ.)
αρχ.
(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ὁ κραῡρος και ἡ κραῡρα
α) εμπύρετη ασθένεια τών βοδιών και τών χοίρων
β) το θηλ. (κατά τον Ησύχ.) ασθένεια τών μελισσών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: dry, brittle, fragile (Pl., Arist., Thphr.).
Derivatives: κραυρότης frailty (Thphr., Gal.), κραυρόομαι become dry (Ph., D. C.). Further κραῦρος m. (Arist.) = κραῦρα f. (Gortyn [?], Suid., Phot.) feverish disease of swine and cattle with κραυράω suffer of κ. (Arist.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Wrong etymologies in Bq. - Rhyming θραῦρον τραγανόν, θραυόμενον H. (to θραύω), also with remarkable barytonesis (as in the oppositum γλίσχρος). - Variant of κράμβος, s.v.
Frisk Etymology German
κραῦρος: {kraũros}
Meaning: trocken, spröde, zerbrechlich (Pl., Arist., Thphr. usw.)
Derivative: mit κραυρότης Sprödheit (Thphr., Gal.), κραυρόομαι trocken werden (Ph., D. C.). Außerdem κραῦρος m. (Arist.) = κραῦρα f. (Gortyn [?], Suid., Phot.) fieberhafte Krankheit des Schweins und des Viehs mit κραυράω ‘von κ. leiden’ (Arist.).
Etymology: Unerklärt. Verschiedene unhaltbare oder ganz hypothetische Etymologien werden bei Bq abgelehnt. Nicht besser Carnoy Ant. class. 24, 18. — Reimwort θραῦρον· τραγανόν, θραυόμενον H. (zu θραύω), ebenfalls mit bemerkenswerter Barytonese (wie übrigens auch das Oppositum γλίσχρος).
Page 2,11
English (Woodhouse)
Translations
Arabic: هَشّ; Armenian: փխրուն; Asturian: fráxil; Azerbaijani: kövrək, zərif; Basque: hauskor; Belarusian: кро́хкі, ло́мкі, хра́пкі; Bulgarian: чуплив, трошлив, крехък; Catalan: fràgil; Chinese Mandarin: 容易破碎, 易碎的, 脆弱的; Czech: křehký; Danish: skrøbelig, spinkel; Dutch: broos, fragiel, breekbaar; Esperanto: fragila; Estonian: habras; Finnish: hauras, särkyvä; French: fragile; Galician: fráxil; Georgian: მყიფე, მტვრევადი; German: fragil, zerbrechlich; Greek: εύθραυστος; Hebrew: שביר; Hindi: नाज़ुक; Hungarian: törékeny; Icelandic: brothættur; Ido: frajila; Indonesian: rapuh; Italian: fragile; Jamaican Creole: pyaa-pyaa; Japanese: 壊れやすい, 脆い, 脆弱な; Kazakh: морт, осал; Korean: 깨지기 쉬운, 파손주의; Latin: fragilis; Latvian: trausls, plīstošs; Lithuanian: trapus, dūžtamas; Macedonian: трошлив, кршлив; Malay: rapuh; Maltese: fraġli; Manx: so-vrishey; Maori: kōpīpī, makuhane, kōpīpī, pīrahi; Norwegian Bokmål: skjør; Nynorsk: skøyr; Papiamentu: bròs; Persian: شکننده; Polish: kruchy; Portuguese: frágil; Romanian: fragil; Russian: хру́пкий, ло́мкий; Serbo-Croatian Cyrillic: фра̏гӣлан, ло̀мљив; Roman: frȁgīlan, lòmljiv; Slovak: krehký; Slovene: krhek; Spanish: frágil; Swedish: ömtålig, skör; Turkish: kırılgan, narin, hassas, çıtkırıldım, kırılabilir; Ukrainian: крихки́й, ламки́й, ломки́й; Vietnamese: dễ vỡ, dể bể; Westrobothnian: frøn, froin