λαθοσύνα

Revision as of 13:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

Dor., A = λήθη, E.IT1279 (lyr., s.v.l.).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
dor. p. *ληθοσύνη;
oubli.
Étymologie: λήθη.

Greek Monolingual

λαθοσύνα, ἡ (Α)
(δωρ. τ.) λήθη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαθ- (πρβλ. -λαθ-ον, αόρ. β' του λανθάνω) + συνδετικό φωνήεν -ο- + κατάλ. -σύνη (πρβλ. δικαιο-σύνη, κερδο-σύνη)].

Russian (Dvoretsky)

λᾱθοσύνα: ἡ дор. Eur. = *ληθοσύνη.