λαγόφθαλμος

Revision as of 13:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A = λαγώφθαλμος, PMed.Strassb.p.6K.

Greek Monolingual

και λαγώφθαλμος, -η, -ο (Α λαγώφθαλμος και λαγόφθαλμος και λαγωόφθαλμος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που πάσχει από λαγοφθαλμία
αρχ.
1. εκείνος που έχει ελαττωματικό το άνω βλέφαρο και γι' αυτό, όταν κοιμάται, δεν μπορεί να καλύψει τον βολβό του οφθαλμού
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λαγώφθαλμον
η κατάσταση αυτή τών ματιών, η λαγοφθαλμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαγός + ὀφθαλμός (πρβλ. λυκ-όφθαλμος, μον-όφθαλμος)].