λειώλης

Revision as of 13:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ες, A = πανώλης, IG12(1).737 (Camirus, vi B.C.); cf. λεώλης· τελείως ἐξώλης, Hsch.

Greek Monolingual

λειώλης, -ες (Α)
επιγρ. κατεστραμμένος, εξολοθρευμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος με επίδραση του επιρρ. λείως + -ώλης (< ὄλλυμι), πρβλ. εξ-ώλης, προ-ώλης. Το -ω- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].