λεπτόδομος
English (LSJ)
ον, (δέμω) A slightly framed, slight, πείσματα A.Pers.112 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 30] dünn-, seingebaut, sein, πείσματα Aesch. Pers. 112.
Greek (Liddell-Scott)
λεπτόδομος: -ον, λεπτῶς κατεσκευασμένος, λεπτός, πεῖσμα Αἰσχύλ. Πέρσ. 112.
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
λεπτόδομος, -ον (Α)
κατασκευασμένος με λεπτότητα, λεπτοκαμωμένος, λεπτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- (< επίρρ. λεπτά) + -δόμος (< δέμω), πρβλ. πηλό-δομος, πρό-δομος].
Greek Monotonic
λεπτόδομος: -ον (δέμω), κατασκευασμένος με λεπτότητα, κομψός, λεπτοκαμωμένος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
λεπτόδομος: δέμω тонко сработанный, тонкий (πείσματα Aesch.).