λινοερκής

Revision as of 14:04, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ές, A surrounding with nets or snares, Nonn.D.26.55; cf. foreg.

German (Pape)

[Seite 49] ές, in Netzen, Garnen eingeschlossen, Nonn. D. 26, 54.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνοερκής: -ές, περιπεφραγμένος ὑπὸ δικτύων ἢ παγίδων, Νόνν. Δ. 26. 55.

Greek Monolingual

λινοερκής, -ές (Α)
περιφραγμένος με δίχτια ή παγίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -ερκής (< ἕρκος «εμπόδιο, φραγμός»), πρβλ. αλι-ερκής, εν-ερκής].