λινοερκής

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνοερκής Medium diacritics: λινοερκής Low diacritics: λινοερκής Capitals: ΛΙΝΟΕΡΚΗΣ
Transliteration A: linoerkḗs Transliteration B: linoerkēs Transliteration C: linoerkis Beta Code: linoerkh/s

English (LSJ)

ές, surrounding with nets or surrounding with snares, Nonn. D. 26.55; cf. λινοεργής.

German (Pape)

[Seite 49] ές, in Netzen, Garnen eingeschlossen, Nonn. D. 26, 54.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνοερκής: -ές, περιπεφραγμένος ὑπὸ δικτύων ἢ παγίδων, Νόνν. Δ. 26. 55.

Greek Monolingual

λινοερκής, -ές (Α)
περιφραγμένος με δίχτια ή παγίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -ερκής (< ἕρκος «εμπόδιο, φραγμός»), πρβλ. αλιερκής, ενερκής].