λιχμάζω

Revision as of 14:07, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A = λιχμάω, Hes.Sc.235; γλώσσῃ λ. Nic.Th.229. II trans., lick, Opp.H.2.250, Nonn.D.44.111; Ion. impf., λιχμάζεσκε δέρην Mosch.2.94.

Greek (Liddell-Scott)

λιχμάζω: (λείχω) = λιχμάω, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 235· γλώσσῃ λ. Νικ. Θ. 229. ΙΙ. μεταβ., λείχω, ὃν πόδα λιχμάζουσι Ὁππ. Ἁλ. 2. 250, Νόνν. Δ. 44. 111· Ἰων. παρατ. λιχμάζεσκε δέρην Μόσχ. 2. 94.

French (Bailly abrégé)

1darder sa langue.
Étymologie: cf. λιχμάω.
2se pourlécher.
Étymologie: usage thrace de λιχμάζω.

Greek Monolingual

λιχμάζω (Α)
1. (για φίδια) περιστρέφω τη γλώσσα
2. γλείφω, λιχμώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λιχμῶ, κατά τα ρ. σε -άζω].

Greek Monotonic

λιχμάζω: (λείχω)
I. = λιχμάω, σε Ησίοδ.
II. μτβ., γλείφω, γʹ ενικ. Ιων. παρατ. λιχμάζεσκε, σε Μόσχ.

Russian (Dvoretsky)

λιχμάζω: Hes. = λιχμάω.

Middle Liddell

λιχμάζω, λείχω
I. = λιχμάω, Hes.
II. trans. to lick, ionic 3rd sg. imperf. λιχμάζεσκε Mosch.