λυρίζω

Revision as of 14:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A play the lyre, Chrysipp.Stoic.3.140, Anacreont.42.12, Teucer in Cat. Cod.Astr.7.202. II trans., play on the lyre, ποιήματα Phalar.Ep. 67.1.

Greek (Liddell-Scott)

λῠρίζω: παίζω τὴν λύραν, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1037Ε, Ἀνακρεόντ. 45. 12.

French (Bailly abrégé)

chanter sur la lyre.
Étymologie: λύρα.

Greek Monolingual

λυρίζω (AM) λύρα
παίζω λύρα
μσν.
μτφ. επαναλαμβάνω συνεχώς την ίδια πράξη
αρχ.
τραγουδώ με συνοδεία λύρας.

Greek Monotonic

λῠρίζω: (λύρα), παίζω τη λύρα, σε Ανακρεόντ.

Russian (Dvoretsky)

λῠρίζω: играть на лире Anacr., Plut.

Middle Liddell

λῠρίζω, λύρα
to play the lyre, Anacreont.