μελέϊνος

Revision as of 14:58, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

η, ον, A ashen, IG22.1672.307, Thphr.HP5.7.8; cf. μελίϊνος, μέλινος.

German (Pape)

[Seite 121] = μελίϊνος, eschen, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

μελέϊνος: -η, -ον, = μέλινος, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 8.

Greek Monolingual

μελέϊνος, -η, -ον (Α)
αυτός που έχει κατασκευαστεί από ξύλο μελίας, ο μελίινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελία «φλαμουριά», κατά το πτελέϊνος, ή από το επίθ. μελίινος με ανομοιωτική τροπή του -ι- σε -ε-].