μεταφυτεία

Revision as of 15:19, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A transplanting, Thphr.HP2.6.3, 7.5.3. 2 perh., substitution of a different form of cultivation, Ostr.Bodl.i 89 (ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 156] ἡ, Umpflanzung, Theophr.

Greek Monolingual

μεταφυτεία, ἡ (Α) μεταφυτεύω
1. το να φυτεύει κανείς ένα φυτό από έναν τόπο σε άλλο, μεταφύτευση
2. χρήση διαφορετικού τύπου καλλιέργειας.