μελανόθριξ

Revision as of 15:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

τρῐχος, ὁ, ἡ, A black-haired, Hp.Epid.1.19, Arist.GA786a25.[accentuation edited HD]

German (Pape)

[Seite 119] τριχος, schwarzhaarig, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μελαίνας τρίχας, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 955, Ἀριστ., κτλ.

Greek Monolingual

ο, η (ΑM μελανόθριξ και μελάνθριξ, -τριχος)
αυτός που έχει μαύρες τρίχες, μαυρομάλλης («νέοι... ἰθύτριχες, μελανότριχες», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + θριξ, τριχός (πρβλ. λευκό-θριξ)].

Russian (Dvoretsky)

μελᾰνόθριξ: τρῐχος adj. Arst. = μελάνθριξ.