μηδαμοῖ

Revision as of 15:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

Adv. A nowhither, prob. to be read for μηδαμοῦ or -μῇ in S.Ph.256, X.Lac. 3.4.

German (Pape)

[Seite 169] = μηδαμόσε, Xen. Lac. 3, 4.

Greek (Liddell-Scott)

μηδαμοῖ: Ἐπίρρ., = μηδαμόσε, ἐκ διορθώσεως τοῦ μηδαμοῦ ἢ -μῆ ἐν Σοφ. Φιλ. 256, Ξεν. Λακ. 3, 4, κτλ.· πρβλ. οὐδαμοῖ.

French (Bailly abrégé)

adv.
nulle part avec mouv.
Étymologie: μηδαμός.

Greek Monolingual

μηδαμοῑ (Α)
επίρρ. (πιθ. γρφ.) σε κανένα μέρος, πουθενά.
[ΕΤΥΜΟΛ. μηδαμός + επιρρμ. κατάλ. -οῖ (πρβλ. οὐδαμ-οῖ)].

Greek Monotonic

μηδαμοῖ: επίρρ., προς το πουθενά, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

μηδᾰμοῖ: adv. никуда Xen. etc.

Middle Liddell

nowhither, Soph.