μητράδελφος

Revision as of 15:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

[ᾰδ], Dor. ματρᾰδελφεός, Pi.P.8.35: ὁ and ἡ:—A mother's brother or sister, uncle or aunt, BGU 1158.3, Poll.3.22.

German (Pape)

[Seite 179] ὁ, u. ἡ, Mutterbruder, Mutterschwester, Oheim, Base, Poll. 3, 22.

Greek (Liddell-Scott)

μητράδελφος: ὁ, καὶ ἡ, ἀδελφὸς ἢ ἀδελφὴ τῆς μητρός, θεῖοςθεία, Πολυδ. Γ΄, 22· παρὰ Κ. Μανασσ. ἐν Χρον. 2619 μητραδέλφη, ἡ τῆς μητρὸς ἀδελφή: - παρὰ Πινδ. Π. 8. 49, μητραδελφεὸς = μητράδελφος.

Greek Monolingual

ο, θηλ. μητραδέλφη (ΑΜ μητράδελφος)
ο αδελφός ή η αδελφή της μητέρας, ο θείος ή η θεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + ἀδελφός (πρβλ. πατρ-άδελφος, φιλ-άδελφος)].

Greek Monotonic

μητράδελφος: ὁ και ἡ, αδελφός ή αδελφή της μητέρας, θείος ή θεία, στον Πίνδ., ματραδελφέος.

Middle Liddell

μητρ-άδελφος, ὁ, ἡ,
a mother's brother or sister, uncle or aunt:—in Pind., ματραδελφεός.,