μητράδελφος

From LSJ

Ἡ δ᾽ ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητράδελφος Medium diacritics: μητράδελφος Low diacritics: μητράδελφος Capitals: ΜΗΤΡΑΔΕΛΦΟΣ
Transliteration A: mētrádelphos Transliteration B: mētradelphos Transliteration C: mitradelfos Beta Code: mhtra/delfos

English (LSJ)

[ᾰδ], Dor. ματρᾰδελφεός, Pi.P.8.35: ὁ and ἡ:—mother's brother or sister, uncle or aunt, BGU 1158.3, Poll.3.22.

German (Pape)

[Seite 179] ὁ, u. ἡ, Mutterbruder, Mutterschwester, Oheim, Base, Poll. 3, 22.

Greek (Liddell-Scott)

μητράδελφος: ὁ, καὶ ἡ, ἀδελφὸς ἢ ἀδελφὴ τῆς μητρός, θεῖοςθεία, Πολυδ. Γ΄, 22· παρὰ Κ. Μανασσ. ἐν Χρον. 2619 μητραδέλφη, ἡ τῆς μητρὸς ἀδελφή: - παρὰ Πινδ. Π. 8. 49, μητραδελφεὸς = μητράδελφος.

Greek Monolingual

ο, θηλ. μητραδέλφη (ΑΜ μητράδελφος)
ο αδελφός ή η αδελφή της μητέρας, ο θείος ή η θεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + ἀδελφός (πρβλ. πατράδελφος, φιλάδελφος)].

Greek Monotonic

μητράδελφος: ὁ και ἡ, αδελφός ή αδελφή της μητέρας, θείος ή θεία, στον Πίνδ., ματραδελφέος.

Middle Liddell

μητρ-άδελφος, ὁ, ἡ,
a mother's brother or sister, uncle or aunt:—in Pind., ματραδελφεός.,