μύξος

Revision as of 15:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ὁ, A = μύξων, Ath.7.306f (quoting Arist.HA543b15). II = μυωξός, Suid.

German (Pape)

[Seite 218] ὁ, = μυοξός, zw. ὁ, = μύξινος, Ath. VII, 306 f aus Arist. H. A. 5, 11, wo σμύξων steht u. v. l. μύξων ist.

Greek (Liddell-Scott)

μύξος: ὁ, ἴδε μύξων.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
poisson à peau visqueuse, lamproie.
Étymologie: μύξα.

Greek Monolingual

(I)
μύξος, ὁ (Α)
μύξων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από τον τ. μύξων, κατά τα αρσ. σε -ος (πρβλ. κόκκος - κόκκων)].
(II)
μύξος, ὁ (Α)
(κατά το λεξ. Σούδα) «μυωξός».