πάσπαλος

Revision as of 18:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ὁ, A = κέγχρος, Gal.19.128.

Greek (Liddell-Scott)

πάσπᾰλος: ὁ, = κέγχρος· πασπαλίτης, ὁ, = κεγχραλέτης, Γαλην. Λεξ. Ἱππ. 540.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ο κέγχρος, το κεχρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του πασπάλη κατά τα αρσ. σε -ος].