πάσπαλος

From LSJ

τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάσπᾰλος Medium diacritics: πάσπαλος Low diacritics: πάσπαλος Capitals: ΠΑΣΠΑΛΟΣ
Transliteration A: páspalos Transliteration B: paspalos Transliteration C: paspalos Beta Code: pa/spalos

English (LSJ)

ὁ, = κέγχρος, Gal.19.128.

Greek (Liddell-Scott)

πάσπᾰλος: ὁ, = κέγχρος· πασπαλίτης, ὁ, = κεγχραλέτης, Γαλην. Λεξ. Ἱππ. 540.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ο κέγχρος, το κεχρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του πασπάλη κατά τα αρσ. σε -ος].