πάσσον

Revision as of 18:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

τό, = Lat. A vinum passum, raisin wine, Plb.6.11a.4.

Greek Monolingual

το, ή πάσσος, ὁ, Α
οίνος από ξηρά σταφύλια, από σταφίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. (vinum) passum «οίνος από σταφίδα» (< uva passa «σταφύλι αποξηραμένο στον ήλιο, σταφίδα» < μτχ. passus, -a, um του pando «εκτείνω»)].