πάσσος

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

German (Pape)

[Seite 532] οἶνος, vinum passum, Pol. 6, 2, 3.

Greek (Liddell-Scott)

πάσσος: οἶνος, Λατ. vinum passum, οἶνος ἐξ ξηρῶν σταφυλῶν, ἐξ ἀσταφίδων, Πολύβ. 6.2, 3.

Russian (Dvoretsky)

πάσσος: οἶνος (лат. vinum passum) изюмное вино Polyb.

Middle Liddell

πάσσος, οἶνος, Lat. vinum passum, raisin wine, Polyb.