παρακοπτικός
English (LSJ)
ή, όν, A frantic, raving, Antyll. ap. Orib.9.13.7; gloss on παρακρουστικός, Erot., Gal.19.415.
German (Pape)
[Seite 484] ή, όν, wahnsinnig, auch Wahnsinn erzeugend, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
παρακοπτικός: -ή, -όν, μαινόμενος, μαντώδης, Γαλην. τ. 19, σ. 415, 7, ἔκδ. Kühn.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α παρακόπτω
1. μανιώδης, παράφρων
2. (για νόσο) αυτός που επιφέρει, που προκαλεί μανία, τρέλα ή άνοια.