πλουτισμός
English (LSJ)
ὁ, A enriching, Eust. 740.42, etc.
German (Pape)
[Seite 638] ὁ, Bereicherung, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
πλουτισμός: ὁ, τὸ πλουτίζειν ἢ πλουτίζεσθαι, Εὐστ. 740. 42, κτλ.
Greek Monolingual
ο, Ν Μ πλουτίζω
1. η απόκτηση πολλών υλικών αγαθών, η απόκτηση υλικού πλούτου, θησαύρισμα
2. μτφ. απόκτηση μεγάλων πνευματικών αγαθών ή ηθικών ωφελημάτων («πλουτισμός σε γνώσεις και σε πείρα»)
3. φρ. «αδικαιολόγητος πλουτισμός»
(νομ.) επαύξηση της περιουσίας ενός προσώπου εις βάρος άλλου χωρίς να υπάρχει νόμιμη αιτία για αυτό, το περιουσιακό όφελος που αποκτά κανείς από την περιουσία άλλου με ζημία άλλου.