ποδόρρωρος

Revision as of 20:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

η, ον, (ῥωρός) A swift-footed, Call.Dian.215 (v.l. -ρρώην).

Greek Monolingual

-ον, Α
το θηλ. ποδορρώρη
διόρθωση του ποδορρώη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ῥωρός «σφοδρός» (< ῥώννυμι «είμαι ισχυρός»)].