ποτίκρανον

Revision as of 21:19, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

Dor. form of πρόσκρ- (which is not found), A = προσκεφάλαιον, cushion, Sophr.10, Com.Adesp.1372, Theoc.15.3.

German (Pape)

[Seite 689] τό, nach Poll. 6, 9 bei den Com. = προσκεφἀλαιον, vgl. 2, 42.

Greek (Liddell-Scott)

ποτίκρᾱνον: Δωρ. τύπος οὗ ὁ κοινὸς τύπος πρόσκρ- εἶναι ἄχρηστος, = προσκεφάλαιον, Θεόκρ. 15. 3, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 314.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
oreiller.
Étymologie: dor. ποτί = πρός, *κρᾶνον (v. κρανίον).

Greek Monolingual

τὸ, Α
(ποιητ. και δωρ. τ.) προσκεφάλι, μαξιλάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + -κρανον (< κράνον, βλ. κρανίον), πρβλ. περί-κρανον].

Greek Monotonic

ποτίκρᾱνον: Δωρ. αντί πρόσ-κρᾱνον, προσκέφαλο, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ποτίκρᾱνον: τό дор. Theocr. = * πρόσκρᾱνον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποτίκρανον -ου, τό [ποτί, κρανίον] Dor., hoofdkussen.

Middle Liddell

[doric for πρόσκρᾱνον]
a cushion, Theocr.