προαυλίζομαι

Revision as of 21:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A encamp before a place, c. gen., App.Hisp.25.

German (Pape)

[Seite 709] mit dem aor. pass. u. med., sich wo vorlagern, App. Hisp. 25. – Vgl. auch προαυλέω.

Greek (Liddell-Scott)

προαυλίζομαι: ἀποθετ., αὐλίζομαι, στρατοπεδεύω ἔμπροσθεν τόπου τινός, μετὰ γεν., Ἀππ. Ἰβηρ. 25.

Greek Monolingual

Α
στρατοπεδεύω μπροστά από κάποιο τόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + αὐλίζομαι «διανυκτερεύω, στρατοπεδεύω»].