προαυλέω Search Google

From LSJ

τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προαυλέω Medium diacritics: προαυλέω Low diacritics: προαυλέω Capitals: ΠΡΟΑΥΛΕΩ
Transliteration A: proauléō Transliteration B: proauleō Transliteration C: proavleo Beta Code: proaule/w

English (LSJ)

play a prelude on the flute, Arist.Rh.1414b23.

German (Pape)

[Seite 709] vorflöten, auf der Flöte präludiren, προαυλήσαντες, Arist. rhet. 3, 14, v.l. προαυλίσαντες..

French (Bailly abrégé)

προαυλῶ :
préluder sur la flûte.
Étymologie: πρό, αὐλέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-αυλέω een voorspel fluiten.

Russian (Dvoretsky)

προαυλέω: играть вступление или начинать игрой на свирели Arst.

Greek Monotonic

προαυλέω: μέλ. -ήσω, εκτελώ στον αυλό προοίμιο ποιήματος, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

προαυλέω: αὐλῶ τι πρότερον, προανακρούομαι, καὶ γὰρ οἱ αὐληταί, ὅ τι ἄν ἔχωσιν αὐλῆσαι, τοῦτο προαυλήσαντες, συνῆψαν τῷ ἐνδοσίμῳ Ἀριστ. Ρητορ. 3. 14, 1.

Middle Liddell

fut. ήσω
to play a prelude on the flute, Arist.