προεκκλύζω

Revision as of 21:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A rinse out first, Gal.11.132, Androm. ap.eund.12.631, Apollon.ib.647.

Greek (Liddell-Scott)

προεκκλύζω: ἐκπλύνω τι πρότερον, Γαλην. τ. 10, σ. 387.

Greek Monolingual

Α
ξεπλένω κάτι προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐκκλύζω «ξεπλένω, καθαρίζω με πλύσιμο»].