A withdraw, become displaced, Sor.2.50.
Αμετατοπίζομαι ή εκτοπίζομαι, αποσύρομαι ή αποχωρώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀναφεύγω «φεύγω προς τα πάνω, διαφεύγω, ξεφεύγω»].