προσσύρω

Revision as of 22:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

[ῡ], A drag on or along, τὰ σκέλη Gal.6.155.

Greek (Liddell-Scott)

προσσύρω: [ῡ], σύρω πρὸς τὰ ἐμπρός, προσσύρουσι... τὰ σκέλη Γαλην. τ. 6, 155, 11.

Greek Monolingual

Α
1. σύρω κάτι προς τα εμπρός ή σύρω κάτι προς τον εαυτό μου
2. μέσ. προσσύρομαι
σύρομαι προς μια κατεύθυνση.