σταφυλίς

Revision as of 09:44, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ίδος, ἡ, A bunch of grapes, Theoc.27.9. II swollen uvula, Hp.Morb.2.29 vulg. ( Littré with good Mss.); gloss on γαργαρεών, Hsch.

German (Pape)

[Seite 931] ίδος, ἡ, wie σταφυλή, die Traube, Theocr. 27, 9, eigtl. dimin.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰφῠλίς: -ίδος, ἡ, ὡς τὸ σταφυλή, βότρυς, «σταφύλι», Θεόκρ. 27. 9. ΙΙ. ἡ ἐν τῷ στόματι σταφυλὴ ἐξῳδηκυῖα, ὁ σταφυλίτης πρησμένος, Ἱππ. 471. 4, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
1 petite grappe de raisin;
2 petite tumeur sur la luette.
Étymologie: σταφυλή.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
1. σταφύλι
2. ιατρ. εξογκωμένη σταφυλή, κιονίδα
3. (κατά τον Ησύχ.) «γαργαρεών».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή + επίθημα -ίς, -ίδος].

Greek Monotonic

στᾰφῠλίς: -ίδος, ἡ, = σταφυλή, τσαμπί σταφύλια, σε Θεόκρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σταφυλίς -ίδος, ἡ [σταφυλή] druif.

Russian (Dvoretsky)

στᾰφῠλίς: ίδος (ῐδ) ἡ виноградная кисть Theocr.

Middle Liddell

στᾰφῠλίς, ίδος, ἡ, = σταφυλή
a bunch of grapes, Theocr.