συκοφάγος

Revision as of 10:08, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

[ᾰ], ον,= συκοτράγος, Hsch. A s.v. κραδοφάγος, Sch. Pl. Alc.1.118e.

Greek Monolingual

ο / συκοφάγος, -ον, ΝΑ, και συκοφάος Ν
αυτός που του αρέσει να τρώει σύκα, συκοφαγάς
νεοελλ.
ζωολ. κοινή ονομασία του είδους στρουθιομορφου πτηνού Oriolus oriolus της οικογένειας οριολίδες, αλλ. συκολέβι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + -φάγος].

Greek Monolingual

ο / συκοφάγος, -ον, ΝΑ, και συκοφάος Ν
αυτός που του αρέσει να τρώει σύκα, συκοφαγάς
νεοελλ.
ζωολ. κοινή ονομασία του είδους στρουθιομορφου πτηνού Oriolus oriolus της οικογένειας οριολίδες, αλλ. συκολέβι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + -φάγος].