συνεκλάμπω
English (LSJ)
A shine forth together, Plu.2.627c, Longin.44.3.
German (Pape)
[Seite 1012] mit od. zugleich heraus- od. hervorleuchten, Plut. fac. orb. lun. 5.
Greek (Liddell-Scott)
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
ΜΑ
αστράφτω, ακτινοβολώ μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκλάμπω «αστράφτω, ακτινοβολώ»].
Russian (Dvoretsky)
συνεκλάμπω: одновременно вспыхивать, вместе светиться (ἡ θάλαττα ταῖς φλοξὶ συνεκλάμπει Plut.).