συντονάριος

Revision as of 11:10, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A pedicularius, Gloss.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
1. φθειρικός
2. πιθ. αυτός που έδινε ρυθμό στους μουσικούς χτυπώντας το πόδι του στο έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύντονος «έντονος, σύμφωνος» + κατάλ. -άριος (< λατ. -arius), πρβλ. νομικ-άριος].