A to be frequent, do or come frequently, = θαμίζω, EM299.31.
συχνάζω: μέλλ. -άσω, ὡς καὶ νῦν, = θαμίζω, Εὐστ. Πονημάτ. 242. 79, ἐτυμολ. Μέγ. 249. 21.
ΝΜΑ, και συχνιάζω Ν συχνός / συχνιός]πηγαίνω σε ένα μέρος συχνά, είμαι τακτικός θαμώνας κάπου.