θαμώνας
From LSJ
Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an
Greek Monolingual
ο
1. αυτός που συχνάζει, που επισκέπτεται συχνά έναν τόπο («θαμώνας καφενείου»)
2. πελάτης καταστήματος («θαμώνας παντοπωλείου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λόγια λέξη η οποία πλάστηκε αρχικά (1846) με τον τ. θαμώνης από τον Ιω. Ισ. Σκυλίτση, για να αντικαταστήσει το τουρκ. μουστερής αλλά και το ελλ. πελάτης, το οποίο δεν είχε ακόμη επιβληθεί. Η λ. θαμώνης < θαμά + -ώνης (< ωνούμαι «αγοράζω»), πρβλ. οπωρώνης, τελώνης. Αργότερα (1880), από τον Ιω. Καμπούρογλου μαρτυρείται και ως τριτόκλιτο θαμών, -ώνος].