σφαίρωσις

Revision as of 12:04, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

εως, ἡ, A spherical shape, rotundity, Paul.Aeg.6.62; formation of a sphere, Simp.in Cael.543.28, Theol.Ar.19, Olymp.in Phd.p.106 N.

Greek (Liddell-Scott)

σφαίρωσις: ἡ, στρογγυλότης, στρογγύλωσις, Παῦλ. Αἰγ. 6. 62.

Greek Monolingual

-ώσεως, ἡ, ΜΑ σφαιρώ
η διαμόρφωση του κόσμου σε σφαίρα
αρχ.
στρογγυλοποίηση.