σφαίρωσις
From LSJ
English (LSJ)
-εως, ἡ, spherical shape, rotundity, Paul.Aeg.6.62; formation of a sphere, Simp.in Cael.543.28, Theol.Ar.19, Olymp.in Phd.p.106 N.
Greek (Liddell-Scott)
σφαίρωσις: ἡ, στρογγυλότης, στρογγύλωσις, Παῦλ. Αἰγ. 6. 62.
Greek Monolingual
-ώσεως, ἡ, ΜΑ σφαιρώ
η διαμόρφωση του κόσμου σε σφαίρα
αρχ.
στρογγυλοποίηση.
German (Pape)
ἡ, die kugelförmige Rundung, Paul.Aeg.