τεραμότης

Revision as of 12:45, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ητος, ἡ, A softness, Thphr.CP4.12.10.

German (Pape)

[Seite 1092] ητος, ἡ, Weichheit, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

τερᾰμότης: -ητος, ἡ, μαλακότης, ἁπαλότης, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 4. 12, 10.

Greek Monolingual

-ητος, ἡ, Α
η ιδιότητα του μαλακού, απαλότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεράμων + κατάλ. -ότης (πρβλ. μείων: μειότης)].