τροχιός

Revision as of 13:35, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ά, όν, A = τροχόεις, round, φθοΐς AP6.258 (Adaeus).

Greek (Liddell-Scott)

τροχιός: -ά, -όν, = τροχόεις, στρογγύλος, τροχιὰν ἐν κανέω φθοΐδα Ἀνθ. Π. 6. 258.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
arrondi.
Étymologie: τροχός.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α τροχός ή τρόχος]
στρογγυλός σαν τη ρόδα.

Greek Monotonic

τροχιός: -ά, -όν, = τροχόεις, στρογγυλός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τροχιός: круглый (φθοΐς Anth.).

Middle Liddell

τροχιός, ή, όν = τροχόεις
round, Anth.