φαλαντίας

Revision as of 13:45, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ου, ὁ, A bald man, Luc.Philops.18.

German (Pape)

[Seite 1253] ὁ, = φαλανθίας, v. l. bei Luc., Poll. 2, 26.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰλαντίας: -ου, ὁ, φαλακρός, Λουκ. Φιλοψευδ. 18.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chauve sur le front.
Étymologie: φαλός.

Greek Monolingual

ὁ, Α
φαλακρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάλανθος «αυτός που είναι φαλακρός στο μέτωπο» + επίθημα -ίας (πρβλ. μετωπ-ίας). Το -ντ- του τ. οφείλεται πιθ. σε αναλογία προς τα ρηματ. επίθ. σε -αντος (πρβλ. ἀθέρμ-αντος, ἀλεύκ-αντος)].

Greek Monotonic

φᾰλαντίας: -ου, ὁ, φαλακρός άντρας, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

φᾰλαντίας: ου adj. m Luc. = φάλανθος.

Middle Liddell

[from φάλανθος
a bald man, Luc.